- ἐνυπνιώδης
- ἐνυπν-ιώδης, ες,A dreamlike,
ὑπολήψεις Str.15.1.59
;κινήσεις Plu.2.1024b
;ἀσήμαντα καὶ ἐ. Artem. 1.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπολήψεις Str.15.1.59
;κινήσεις Plu.2.1024b
;ἀσήμαντα καὶ ἐ. Artem. 1.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενυπνιώδης — ἐνυπνιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με όνειρο, ασήμαντος, μηδαμινός («κινήσεις ἐνυπνιώδεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐνυπνιώδη — ἐνυπνιώδης dreamlike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐνυπνιώδης dreamlike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐνυπνιώδης dreamlike masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπνιώδεις — ἐνυπνιώδης dreamlike masc/fem acc pl ἐνυπνιώδης dreamlike masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)